- φιλαίτιος
- -ον, Α1. αυτός που τού αρέσει να κατηγορεί, φιλοκατήγορος («πονηρὸν ὁ συκοφάντης καὶ... βάσκανον καὶ φιλαίτιον», Δημοσθ.)2. αυτός που υπόκειται σε κατηγορία, κατηγορούμενος3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλαίτιοντο να αρέσκεται κανείς στο να κατηγορεί, η ιδιότητα τού φιλοκατήγορου.επίρρ...φιλαιτίως ΜΑμε διάθεση ή με πρόθεση για κατηγορία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + αἴτιος «υπεύθυνος»].
Dictionary of Greek. 2013.